- μονοσθενής
- -έςχημ. μονατομικός*.[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)-* + σθένος (πρβλ. δι-σθενής). Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στον Όθ. Α. Ρουσόπουλο].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αιθύλιο — Μονοσθενής οργανική ρίζα, του τύπου CH3 CH2 , που μπορεί να θεωρηθεί ότι προέρχεται από το αιθάνιο (CH3 CH3) αν αφαιρεθεί ένα υδρογόνο ή από την αιθυλική αλκοόλη (CH3 ΟΗ2ΟΗ) αν αφαιρεθεί ένα υδροξύλιο. Το α. ανήκει στην τάξη των αλκυλίων,… … Dictionary of Greek
αμύλιο — Μονοσθενής αλειφατική ρίζα, του τύπου C5H11. Υπάρχουν τόσες ρίζες α. όσες και οι αμυλικές αλκοόλες, αλλά οι πιο συνηθισμένες είναι του ισοαμυλίου, (CH3)2 CH CH2 CH2 και του τριτοταγούς α. (CH3)2 C C2H5. νιτρώδες α.Εστέρας του νιτρώδους οξέος, με… … Dictionary of Greek
αλκύλιο — Ομάδα ατόμων που δεν υπάρχει σε ελεύθερη κατάσταση και προέρχεται με αφαίρεση ενός ατόμου υδρογόνου από τους υδρογονάνθρακες του γενικού τύπου CnH2n+2, που περιέχουν δηλαδή στο μόριό τους n άτομα άνθρακα και (2n+2) άτομα υδρογόνου. Κάθε α.… … Dictionary of Greek
αλλύλιο — το Χημ. η οργανική ακόρεστη μονοσθενής ρίζα: CH2=CHCH2 … Dictionary of Greek
καρβοξύλιο — Η χαρακτηριστική ομάδα ( COOH) που περιέχεται σε όλα τα οργανικά οξέα, τα οποία για τον λόγο αυτό καλούνται καρβοξυλικά οξέα. Αποτελείται από μια καρβονυλομάδα και μια υδροξυλομάδα. O όξινος χαρακτήρας του κ. οφείλεται στο ιονιζόμενο υδρογόνο, το … Dictionary of Greek
κηρυλικός — ή, ό φρ. χημ. «κηρυλική αλκοόλη» οργανική ένωση, κορεσμένη μονοσθενής και πρωτοταγής αλκοόλη … Dictionary of Greek
κιτρονελλόλη — η χημ. άκυκλη οργανική ένωση, ακόρεστη μονοτερπινική, μονοσθενής και πρωτοταγής αλκοόλη, ισομερής προς τη ροδινόλη, που αποτελεί συστατικό τών αιθέριων ελαίων τού τριαντάφυλλου και τού γερανιού και εξάγεται από τα αιθέρια αυτά έλαια ή… … Dictionary of Greek
κουμινικός — ή, ό φρ. χημ. α) «κουμινικό οξύ» κυκλική οργανική ένωση, μονοκαρβονικό αρωματικό οξύ, παράγωγο τού κουμολίου β) «κουμινική αλκοόλη» κυκλική ένωση, αρωματική μονοσθενής και πρωτοταγής αλκοόλη, παράγωγο τού κουμολίου. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ.… … Dictionary of Greek
κουμύλιο — και κουμινύλιο, το χημ. μονοσθενής οργανική ρίζα ανάλογη με το βενζύλιο, η οποία προέρχεται από το μόριο τής κουμινικής αλκοόλης με αφαίρεση τού υδροξυλίου του. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. cumyl ή cuminyl < αγγλ. cumin (< αρχ. αγγλ … Dictionary of Greek
κυκλοεξανόλη — η χημ. αλεικυκλική οργανική ένωση, μονοσθενής και δευτεροταγής αλκοόλη, παράγωγο τού κυκλοεξανίου … Dictionary of Greek